- ἐκβάλλομαι
- ἐκβάλλωthrowpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκφρέω — ἐκφρέω (Α) 1. φέρνω έξω, εξάγω, εκφέρω 2. παθ. εκβάλλομαι … Dictionary of Greek
εξαμιλλώμαι — ἐξαμιλλῶμαι, άομαι (Α) [αμιλλώμαι] 1. αγωνίζομαι με δύναμη («ὧ τὰς τεθρίππους Οἰνομάῳ Πῑσαν κάτα Πέλοψ ἁμίλλας ἐξαμιλληθεὶς ποτε», Ευρ.) 2. καταδιώκω, διώχνω («τίνες πολιτῶν ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς;», Ευρ.) 3. αφαιρώ τον νου, το λογικό, τρελαίνω… … Dictionary of Greek
μετεξαιρούμαι — μετεξαιροῡμαι, έομαι (Α) 1. μετεντίθεμαι* 2. αποβιβάζω φορτίο στην παραλία για να τό μεταφορτώσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐξαιροῦμαι «εκβάλλομαι»] … Dictionary of Greek
οπίζω — ὀπίζω (Α) [οπός] 1. συλλέγω τον χυμό από κάποιο δέντρο ή φυτό χαράζοντας τη ρίζα ή τον κορμό («τὸν καυλὸν καὶ τὰς ῥίζας ὀπίζουσιν», Θεόφρ.) 2. (με ή χωρίς τη λέξη γάλα) πήζω το γάλα με χυμό συκιάς 3. παθ. ὀπίζομαι α) εξάγομαι, εκβάλλομαι β)… … Dictionary of Greek
συνεκπίπτω — Α [ἐκπίπτω] 1. εκβάλλομαι, απορρίπτομαι συγχρόνως 2. εκτρέπομαι από την ευθεία οδό μαζί με κάποιον 3. εξορίζομαι μαζί με κάποιον 4. διασκορπίζομαι, εξαφανίζομαι («ἀτμὸς συνεκπίπτει ἀπιόντι τῷ θερμῷ», Πλούτ.) 5. εξορμώ μαζί με άλλον εναντίον… … Dictionary of Greek